- ιαμβειογραφος
- ἰαμβειογράφοςἰαμβειο-γράφοςὅ ямбописец
(Dem. - v. l. к ἰαμβειοφάγος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Dem. - v. l. к ἰαμβειοφάγος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαμβειογράφος — ἰαμβειογράφος, ὁ (Α) βλ. ιαμβειοφάγος … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek